Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιτακτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
επιφυλακτικός
-
τακτικός
-
επιλεκτικός
-
επικός
-
επιβατικός
-
επιθετικός
-
διστακτικός
-
επικριτικός
-
εναλλακτικός
-
πρακτικός
-
εκρηκτικός
)
Συνώνυμα
αυταρχικός
διατακτικός
απαιτητικός
3
Αντώνυμα
προσεκτικός
ευγενικός
μετριοπαθής
3
Ορισμός
που επιβάλλει με αυθαιρεσία και αυστηρότητα τη θέλησή του
που χαρακτηρίζεται από αυστηρότητα και απαιτητικότητα
2
Παραδείγματα
Ο επιτακτικός τρόπος του έκανε τους υπαλλήλους να νιώθουν άβολα.
Η επιτακτική φωνή του δάσκαλου έκανε όλους τους μαθητές να σιωπήσουν.
2