Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιλεκτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
επιτακτικός
-
λεκτικός
-
επικός
-
επιφυλακτικός
-
επιβατικός
-
επιθετικός
-
επικριτικός
-
ανεκτικός
-
εκρηκτικός
-
ανθεκτικός
)
Συνώνυμα
εκλεκτικός
αξιολογητικός
διακριτικός
3
Αντώνυμα
αδιάκριτος
απρόσεκτος
αδιακρίτως
3
Ορισμός
Που επιλέγει προσεκτικά και με κριτήρια.
Που χαρακτηρίζεται από επιλογή ή προτίμηση σε συγκεκριμένα πράγματα ή άτομα.
2
Παραδείγματα
Ο επιλεκτικός πελάτης αγόρασε μόνο τα καλύτερα προϊόντα.
Η επιλεκτική διαδικασία εισαγωγής στο πανεπιστήμιο απαιτεί υψηλά προσόντα.
2