1. Λέξη
    ελαττωματικός (επίθετο) - (παρόμοια: σωματικός - συμπτωματικός - αρωματικός - αξιωματικός)
  2. Συνώνυμα
    • ελλιπής
    • ατελής
    • πλημμελής
    3
  3. Αντώνυμα
    • τέλειος
    • άψογος
    • αλάνθαστος
    3
  4. Ορισμός
    • που παρουσιάζει ελαττώματα ή ελλείψεις
    • που δεν είναι σε ικανοποιητική κατάσταση ή δεν λειτουργεί σωστά
    • που δεν πληροί τα αναμενόμενα κριτήρια ή πρότυπα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το προϊόν ήταν ελαττωματικό και επέστρεψα στο κατάστημα.
    • Η συσκευή λειτουργούσε ελαττωματικά μετά την πτώση.
    • Η ελαττωματική κατασκευή οδήγησε σε πρόωρη φθορά.
    3