Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ελαττωματικός (επίθετο) - (παρόμοια:
σωματικός
-
συμπτωματικός
-
αρωματικός
-
αξιωματικός
)
Συνώνυμα
ελλιπής
ατελής
πλημμελής
3
Αντώνυμα
τέλειος
άψογος
αλάνθαστος
3
Ορισμός
που παρουσιάζει ελαττώματα ή ελλείψεις
που δεν είναι σε ικανοποιητική κατάσταση ή δεν λειτουργεί σωστά
που δεν πληροί τα αναμενόμενα κριτήρια ή πρότυπα
3
Παραδείγματα
Το προϊόν ήταν ελαττωματικό και επέστρεψα στο κατάστημα.
Η συσκευή λειτουργούσε ελαττωματικά μετά την πτώση.
Η ελαττωματική κατασκευή οδήγησε σε πρόωρη φθορά.
3