Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπτωματικός (επίθετο) - (παρόμοια:
συμπληρωματικός
-
σωματικός
-
συμβατικός
-
συμπαθητικός
-
συστηματικός
-
συμπονετικός
-
ελαττωματικός
-
συνταγματικός
-
στοματικός
-
αρωματικός
-
σχηματικός
-
αξιωματικός
-
συναισθηματικός
-
στατικός
)
Συνώνυμα
χαρακτηριστικός
ενδεικτικός
προσδιοριστικός
3
Αντώνυμα
ασυμπτωματικός
απρόβλεπτος
2
Ορισμός
που σχετίζεται με συμπτώματα ή τα εκφράζει
που δείχνει ή υποδηλώνει κάτι
που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα συμπτώματα
3
Παραδείγματα
Η πυρετός είναι συμπτωματική ενδείξει λοίμωξης.
Ο βήχας ήταν συμπτωματικός της αλλεργίας του.
2