Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ελβετικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ελκυστικός
-
επιθετικός
-
θετικός
-
ελβετία
-
εξαιρετικός
-
ερωτικός
-
εξωτικός
-
ηγετικός
-
σχετικός
-
εξυπηρετικός
)
Συνώνυμα
ελβετσιώτικος
ελβετικός
2
Αντώνυμα
μη ελβετικός
ξένος
2
Ορισμός
Ανήκων ή σχετικός με την Ελβετία.
Χαρακτηριστικός της Ελβετίας ή των κατοίκων της.
2
Παραδείγματα
Το ελβετικό ρολόι είναι γνωστό για την ακρίβειά του.
Η ελβετική σοκολάτα θεωρείται από τις καλύτερες στον κόσμο.
2