Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ελκυστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μυστικός
-
γευστικός
-
εθιστικός
-
ελβετικός
-
ακουστικός
-
μεθυστικός
-
εγωιστικός
-
ωστικός
-
αστικός
-
εορταστικός
-
ερεθιστικός
)
Συνώνυμα
γοητευτικός
συναρπαστικός
μαγευτικός
3
Αντώνυμα
αποκρουστικός
αντιπαθητικός
2
Ορισμός
Που προκαλεί έλξη ή ενδιαφέρον.
Που έχει την ικανότητα να προσελκύει την προσοχή ή την συμπάθεια.
2
Παραδείγματα
Η ελκυστική παρουσία της έκανε όλους να την προσέχουν.
Ο ελκυστικός σχεδιασμός του προϊόντος προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον.
2