Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενεργεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ενεργώ
-
ενεργειακή
-
ενεργός
-
ενεργειακός
)
Συνώνυμα
δραστηριότητα
δύναμη
ενέργεια
3
Αντώνυμα
αδράνεια
απραξία
αδυναμία
3
Ορισμός
Η ικανότητα να παράγεται εργασία ή να προκαλείται αλλαγή.
Η φυσική ή ψυχική δύναμη που επιτρέπει σε κάποιον να δραστηριοποιηθεί.
2
Παραδείγματα
Η ηλιακή ενέργεια είναι μια ανανεώσιμη πηγή ενέργειας.
Μετά τον ύπνο του, αισθάνθηκε γεμάτος ενέργεια.
2