1. Λέξη
    ενεργεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ενεργώ - ενεργειακή - ενεργός - ενεργειακός)
  2. Συνώνυμα
    • δραστηριότητα
    • δύναμη
    • ενέργεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδράνεια
    • απραξία
    • αδυναμία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα να παράγεται εργασία ή να προκαλείται αλλαγή.
    • Η φυσική ή ψυχική δύναμη που επιτρέπει σε κάποιον να δραστηριοποιηθεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ηλιακή ενέργεια είναι μια ανανεώσιμη πηγή ενέργειας.
    • Μετά τον ύπνο του, αισθάνθηκε γεμάτος ενέργεια.
    2