Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενεργειακή (επίθετο) - (παρόμοια:
ενεργειακός
-
ενεργεία
-
ενεργώ
-
ενεργός
)
Συνώνυμα
δυναμική
ζωηρή
ενεργητική
3
Αντώνυμα
αδρανής
παθητική
απραγματοποίητη
3
Ορισμός
Σχετικός με την ενέργεια ή που χαρακτηρίζεται από ενέργεια.
Που έχει μεγάλη δυναμική ή ζωντάνια.
Που προκαλεί ή συμβάλλει σε δράση ή κίνηση.
3
Παραδείγματα
Η ενεργειακή πολιτική της χώρας επικεντρώνεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Μια ενεργειακή διαφήμιση μπορεί να προκαλέσει μεγάλη κίνηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ο νέος διευθυντής είναι πολύ ενεργειακός και φαίνεται να αλλάζει τη δυναμική της εταιρείας.
3