1. Λέξη
    ενεργειακή (επίθετο) - (παρόμοια: ενεργειακός - ενεργεία - ενεργώ - ενεργός)
  2. Συνώνυμα
    • δυναμική
    • ζωηρή
    • ενεργητική
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδρανής
    • παθητική
    • απραγματοποίητη
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την ενέργεια ή που χαρακτηρίζεται από ενέργεια.
    • Που έχει μεγάλη δυναμική ή ζωντάνια.
    • Που προκαλεί ή συμβάλλει σε δράση ή κίνηση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η ενεργειακή πολιτική της χώρας επικεντρώνεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
    • Μια ενεργειακή διαφήμιση μπορεί να προκαλέσει μεγάλη κίνηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
    • Ο νέος διευθυντής είναι πολύ ενεργειακός και φαίνεται να αλλάζει τη δυναμική της εταιρείας.
    3