Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενεργός (επίθετο) - (παρόμοια:
ενεργώ
-
ραδιενεργός
-
ενεργητικός
-
ενεργειακός
-
συνεργός
-
ενεργεία
-
ενεργειακή
-
ενεργοποιώ
)
Συνώνυμα
δραστήριος
δυναμικός
ζωηρός
3
Αντώνυμα
αδρανής
παθητικός
ακίνητος
3
Ορισμός
που δρα ή επιδρά με αποτελεσματικό τρόπο
που χαρακτηρίζεται από κίνηση ή δράση
που λειτουργεί ή είναι σε λειτουργία
3
Παραδείγματα
Ο ενεργός ηφαιστειακός κώνος εκρήγνυται συχνά.
Η ενεργός συμμετοχή των πολιτών είναι απαραίτητη για τη δημοκρατία.
Οι ενεργοί χρήστες της πλατφόρμας αυξάνονται καθημερινά.
3