Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενεργειακός (επίθετο) - (παρόμοια:
ενεργειακή
-
ενεργός
-
ενεργητικός
-
ενεργεία
-
ενδοοικογενειακός
-
ενεργώ
-
εργασιακός
)
Συνώνυμα
δραστήριος
ενεργητικός
δυναμικός
3
Αντώνυμα
αδρανής
παθητικός
απραγματοποίητος
3
Ορισμός
Σχετικός με την ενέργεια ή που χαρακτηρίζεται από ενέργεια.
Που έχει σχέση με την παραγωγή ή τη χρήση ενέργειας.
Που δείχνει ζωντάνια ή δραστηριότητα.
3
Παραδείγματα
Ο ενεργειακός τομέας της οικονομίας αναπτύσσεται γρήγορα.
Μια ενεργειακή πολιτική που στηρίζεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ο νέος υπάλληλος είναι πολύ ενεργειακός και δημιουργικός.
3