Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενεργώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ενεργός
-
ενεργεία
-
ενεργοποιώ
-
ενεργειακή
-
ενεργητικός
-
ενεργειακός
)
Συνώνυμα
δραστηριοποιούμαι
λειτουργώ
ασκώ
3
Αντώνυμα
αδρανώ
αμέλγω
απραξιάζω
3
Ορισμός
Εκτελώ μια ενέργεια ή λειτουργία.
Συμμετέχω σε μια δραστηριότητα ή διαδικασία.
Επιδράω ή έχω επίδραση σε κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο οργανισμός μου ενεργεί με γρήγορους ρυθμούς όταν ασχολούμαι με άσκηση.
Η επιχείρηση ενεργεί σε πολλές χώρες παγκοσμίως.
Το φάρμακο αρχίζει να ενεργεί μέσα σε λίγες ώρες.
3