Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξαγριωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εξοικειωμένος
-
εξαρτημένος
-
πιωμένος
-
ενωμένος
-
εξαντλημένος
)
Συνώνυμα
οργισμένος
θυμωμένος
μαινόμενος
3
Αντώνυμα
ήρεμος
γλυκός
πράος
3
Ορισμός
Που έχει εξαγριωθεί, που έχει γεμίσει με οργή και βία.
Που έχει φτάσει σε μεγάλη ένταση ή σοβαρότητα.
2
Παραδείγματα
Ο εξαγριωμένος όχλος έσπασε τα παράθυρα του καταστήματος.
Με εξαγριωμένο ύφος απείλησε να φύγει από τη συνάντηση.
2