1. Λέξη
    εξαγριωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: εξοικειωμένος - εξαρτημένος - πιωμένος - ενωμένος - εξαντλημένος)
  2. Συνώνυμα
    • οργισμένος
    • θυμωμένος
    • μαινόμενος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ήρεμος
    • γλυκός
    • πράος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει εξαγριωθεί, που έχει γεμίσει με οργή και βία.
    • Που έχει φτάσει σε μεγάλη ένταση ή σοβαρότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εξαγριωμένος όχλος έσπασε τα παράθυρα του καταστήματος.
    • Με εξαγριωμένο ύφος απείλησε να φύγει από τη συνάντηση.
    2