1. Λέξη
    εξοικειωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: εξαγριωμένος - εξουθενωμένος - τελειωμένος - πιωμένος - ενωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • γνώριμος
    • οικείος
    • προσαρμοσμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • άγνωστος
    • ασυνήθιστος
    • ξεκόλλητος
    3
  4. Ορισμός
    • Είναι κάποιος που έχει εξοικειωθεί με μια κατάσταση, ένα περιβάλλον ή μια δραστηριότητα.
    • Αναφέρεται σε κάποιον που γνωρίζει καλά ένα θέμα ή μια δεξιότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Είναι εξοικειωμένος με τις νέες τεχνολογίες.
    • Μετά από χρόνια εργασίας, είναι πλήρως εξοικειωμένος με τις διαδικασίες της εταιρείας.
    2