Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξοικειωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εξαγριωμένος
-
εξουθενωμένος
-
τελειωμένος
-
πιωμένος
-
ενωμένος
)
Συνώνυμα
γνώριμος
οικείος
προσαρμοσμένος
3
Αντώνυμα
άγνωστος
ασυνήθιστος
ξεκόλλητος
3
Ορισμός
Είναι κάποιος που έχει εξοικειωθεί με μια κατάσταση, ένα περιβάλλον ή μια δραστηριότητα.
Αναφέρεται σε κάποιον που γνωρίζει καλά ένα θέμα ή μια δεξιότητα.
2
Παραδείγματα
Είναι εξοικειωμένος με τις νέες τεχνολογίες.
Μετά από χρόνια εργασίας, είναι πλήρως εξοικειωμένος με τις διαδικασίες της εταιρείας.
2