Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αυνανίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αγωνίζομαι
-
βασανίζομαι
-
εμφανίζομαι
-
εξαφανίζομαι
-
ανταγωνίζομαι
-
συναγωνίζομαι
)
Συνώνυμα
αυτοικανοποιούμαι
μαλακίζομαι
2
Αντώνυμα
απέχω
συγκρατούμαι
2
Ορισμός
Η πράξη της σεξουαλικής ικανοποίησης του εαυτού μέσω της χειρονομίας των γεννητικών οργάνων.
Η πράξη της αυτοερωτικής διέγερσης που οδηγεί σε οργασμό.
2
Παραδείγματα
Ο νεαρός αυνανίστηκε πριν από τον ύπνο για να χαλαρώσει.
Η αυνανισμός είναι μια φυσιολογική πρακτική για πολλούς ανθρώπους.
2