Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξελιγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
τυλιγμένος
-
εξεζητημένος
-
σφιγμένος
-
πνιγμένος
)
Συνώνυμα
προηγμένος
ανεπτυγμένος
πολύπλοκος
3
Αντώνυμα
απλός
πρωτόγονος
αναπτύξιμος
3
Ορισμός
που έχει αναπτυχθεί σε υψηλό βαθμό ή έχει φτάσει σε προηγμένο στάδιο
που χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα ή εκλεπτυσμό
2
Παραδείγματα
Η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης είναι ένα εξελιγμένο εργαλείο στη σύγχρονη τεχνολογία.
Οι εξελιγμένες μέθοδοι έρευνας έχουν βοηθήσει στην ανακάλυψη νέων φαρμάκων.
2