1. Λέξη
    εξελιγμένος (επίθετο) - (παρόμοια: τυλιγμένος - εξεζητημένος - σφιγμένος - πνιγμένος)
  2. Συνώνυμα
    • προηγμένος
    • ανεπτυγμένος
    • πολύπλοκος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλός
    • πρωτόγονος
    • αναπτύξιμος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει αναπτυχθεί σε υψηλό βαθμό ή έχει φτάσει σε προηγμένο στάδιο
    • που χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα ή εκλεπτυσμό
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης είναι ένα εξελιγμένο εργαλείο στη σύγχρονη τεχνολογία.
    • Οι εξελιγμένες μέθοδοι έρευνας έχουν βοηθήσει στην ανακάλυψη νέων φαρμάκων.
    2