Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σφιγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
πνιγμένος
-
τυλιγμένος
-
εξελιγμένος
-
στημένος
-
σφραγισμένος
)
Συνώνυμα
στενός
συμπιεσμένος
προσκολλημένος
3
Αντώνυμα
χαλαρός
ανοιχτός
ελεύθερος
3
Ορισμός
Που έχει σφιχτεί ή συμπιεστεί, χωρίς να έχει ελευθερία κίνησης.
Που είναι δυσκολοκίνητος ή περιορισμένος λόγω στενότητας ή πίεσης.
2
Παραδείγματα
Ο ιμάντας ήταν τόσο σφιγμένος που δεν μπορούσα να αναπνεύσω.
Η φούστα της ήταν σφιγμένη στη μέση και της προκαλούσε ενόχληση.
2