1. Λέξη
    σφιγμένος (επίθετο) - (παρόμοια: πνιγμένος - τυλιγμένος - εξελιγμένος - στημένος - σφραγισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • στενός
    • συμπιεσμένος
    • προσκολλημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαλαρός
    • ανοιχτός
    • ελεύθερος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει σφιχτεί ή συμπιεστεί, χωρίς να έχει ελευθερία κίνησης.
    • Που είναι δυσκολοκίνητος ή περιορισμένος λόγω στενότητας ή πίεσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ιμάντας ήταν τόσο σφιγμένος που δεν μπορούσα να αναπνεύσω.
    • Η φούστα της ήταν σφιγμένη στη μέση και της προκαλούσε ενόχληση.
    2