1. Λέξη
    τυλιγμένος (επίθετο) - (παρόμοια: εξελιγμένος - πνιγμένος - σφιγμένος - ταραγμένος - τρομαγμένος - τραβηγμένος)
  2. Συνώνυμα
    • περιτυλιγμένος
    • τσαλακωμένος
    • συμπτυγμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξετυλιγμένος
    • απλωμένος
    • αναπτυγμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει τυλιχτεί γύρω από κάτι ή έχει πτυχωθεί
    • που καλύπτεται ή περιβάλλεται από κάτι
    • που βρίσκεται σε κατάσταση περιέλιξης ή πτυχώσεως
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο χαρτομάντηλος ήταν τυλιγμένος γύρω από το δώρο.
    • Η κουβέρτα ήταν τυλιγμένη γύρω από το παιδί.
    • Το καλώδιο ήταν τυλιγμένο και αποθηκευμένο στο ντουλάπι.
    3