Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τυλιγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εξελιγμένος
-
πνιγμένος
-
σφιγμένος
-
ταραγμένος
-
τρομαγμένος
-
τραβηγμένος
)
Συνώνυμα
περιτυλιγμένος
τσαλακωμένος
συμπτυγμένος
3
Αντώνυμα
ξετυλιγμένος
απλωμένος
αναπτυγμένος
3
Ορισμός
που έχει τυλιχτεί γύρω από κάτι ή έχει πτυχωθεί
που καλύπτεται ή περιβάλλεται από κάτι
που βρίσκεται σε κατάσταση περιέλιξης ή πτυχώσεως
3
Παραδείγματα
Ο χαρτομάντηλος ήταν τυλιγμένος γύρω από το δώρο.
Η κουβέρτα ήταν τυλιγμένη γύρω από το παιδί.
Το καλώδιο ήταν τυλιγμένο και αποθηκευμένο στο ντουλάπι.
3