Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προηγούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
προηγούμενος
-
ηγούμαι
-
προπονούμαι
-
προσποιούμαι
-
οδηγούμαι
-
διηγούμαι
-
εξηγούμαι
-
χορηγούμαι
)
Συνώνυμα
προχωρώ
προπορεύομαι
προλαβαίνω
3
Αντώνυμα
ακολουθώ
υστερώ
απομένω
3
Ορισμός
Να βρίσκομαι μπροστά από κάποιον ή κάτι σε χρονική ή χωρική σειρά.
Να συμβαίνω ή να υπάρχω πριν από κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Ο προηγούμενος δήμαρχος είχε κάνει πολλά για την πόλη.
Η εισαγωγή προηγείται του κύριου μέρους του βιβλίου.
2