1. Συνώνυμα
    • προχωρώ
    • προπορεύομαι
    • προλαβαίνω
    3
  2. Αντώνυμα
    • ακολουθώ
    • υστερώ
    • απομένω
    3
  3. Ορισμός
    • Να βρίσκομαι μπροστά από κάποιον ή κάτι σε χρονική ή χωρική σειρά.
    • Να συμβαίνω ή να υπάρχω πριν από κάτι άλλο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο προηγούμενος δήμαρχος είχε κάνει πολλά για την πόλη.
    • Η εισαγωγή προηγείται του κύριου μέρους του βιβλίου.
    2