1. Λέξη
    τελειωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: τεντωμένος - πιωμένος - τεταμένος - στοιχειωμένος - εξοικειωμένος - τσιτωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκληρωμένος
    • εκτελεσμένος
    • περατωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ατελείωτος
    • ημιτελής
    • εκκρεμής
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει ολοκληρωθεί πλήρως
    • που δεν έχει άλλα βήματα ή εργασίες να γίνουν
    • που έχει εξαντληθεί ή έχει χρησιμοποιηθεί πλήρως
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το έργο είναι τελειωμένο και έτοιμο για παράδοση.
    • Έχω τελειωμένο το βιβλίο που διάβαζα.
    • Η μπαταρία του τηλεφώνου είναι τελειωμένη.
    3