Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τελειωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
τεντωμένος
-
πιωμένος
-
τεταμένος
-
στοιχειωμένος
-
εξοικειωμένος
-
τσιτωμένος
)
Συνώνυμα
ολοκληρωμένος
εκτελεσμένος
περατωμένος
3
Αντώνυμα
ατελείωτος
ημιτελής
εκκρεμής
3
Ορισμός
που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει ολοκληρωθεί πλήρως
που δεν έχει άλλα βήματα ή εργασίες να γίνουν
που έχει εξαντληθεί ή έχει χρησιμοποιηθεί πλήρως
3
Παραδείγματα
Το έργο είναι τελειωμένο και έτοιμο για παράδοση.
Έχω τελειωμένο το βιβλίο που διάβαζα.
Η μπαταρία του τηλεφώνου είναι τελειωμένη.
3