Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξοπλισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
οπλισμένος
-
εξοργισμένος
-
εξοπλισμός
-
εξασφαλισμένος
-
εθισμένος
-
εξαφανισμένος
-
ζαλισμένος
-
ασφαλισμένος
-
ευτυχισμένος
-
σκισμένος
-
ορισμένος
-
χτισμένος
-
πεισμένος
)
Συνώνυμα
εφοδιασμένος
οπλισμένος
προετοιμασμένος
3
Αντώνυμα
απροετοίμαστος
ανοπλοφόρητος
αφύλακτος
3
Ορισμός
Που διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία ή εξοπλισμό για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Που έχει εφοδιαστεί με όπλα ή άλλα μέσα προστασίας.
Που έχει προετοιμαστεί πλήρως για μια συγκεκριμένη κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Οι ερευνητές ήταν πλήρως εξοπλισμένοι με τα τελευταία εργαλεία.
Ο στρατιώτης ήταν εξοπλισμένος με ένα νέο τύπο όπλου.
Η ομάδα ήταν εξοπλισμένη με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για το έργο.
3