1. Συνώνυμα
    • εφοδιασμένος
    • οπλισμένος
    • προετοιμασμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • απροετοίμαστος
    • ανοπλοφόρητος
    • αφύλακτος
    3
  3. Ορισμός
    • Που διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία ή εξοπλισμό για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα.
    • Που έχει εφοδιαστεί με όπλα ή άλλα μέσα προστασίας.
    • Που έχει προετοιμαστεί πλήρως για μια συγκεκριμένη κατάσταση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Οι ερευνητές ήταν πλήρως εξοπλισμένοι με τα τελευταία εργαλεία.
    • Ο στρατιώτης ήταν εξοπλισμένος με ένα νέο τύπο όπλου.
    • Η ομάδα ήταν εξοπλισμένη με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για το έργο.
    3