1. Λέξη
    ζορίζω (ρήμα) - (παρόμοια: ορίζω - ζορίζομαι - διορίζω - εξορίζω)
  2. Συνώνυμα
    • προβληματίζω
    • δυσκολεύω
    • αγχώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανακουφίζω
    • ελαφρώνω
    • βοηθώ
    3
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ δυσκολία ή πρόβλημα σε κάποιον.
    • Κάνω κάποιον να νιώθει άβολα ή αγχωμένος.
    • Επιβαρύνω ή δυσκολεύω μια κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι πολλές υποχρεώσεις με ζορίζουν.
    • Η έλλειψη χρόνου τον ζορίζει στη δουλειά του.
    • Μην ζορίζεις τον εαυτό σου με τόση δουλειά.
    3