Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ζορίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ορίζω
-
ζορίζομαι
-
διορίζω
-
εξορίζω
)
Συνώνυμα
προβληματίζω
δυσκολεύω
αγχώνω
3
Αντώνυμα
ανακουφίζω
ελαφρώνω
βοηθώ
3
Ορισμός
Προκαλώ δυσκολία ή πρόβλημα σε κάποιον.
Κάνω κάποιον να νιώθει άβολα ή αγχωμένος.
Επιβαρύνω ή δυσκολεύω μια κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Οι πολλές υποχρεώσεις με ζορίζουν.
Η έλλειψη χρόνου τον ζορίζει στη δουλειά του.
Μην ζορίζεις τον εαυτό σου με τόση δουλειά.
3