Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ορίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ζορίζω
-
διορίζω
-
εξορίζω
-
ορίζομαι
-
καθορίζω
)
Συνώνυμα
καθορίζω
προσδιορίζω
καθιστώ
3
Αντώνυμα
απροσδιόριστα
ακαθόριστα
αόριστα
3
Ορισμός
Καθορίζω ή καθορίζω με ακρίβεια τα όρια ή τη φύση κάτι.
Καθιστώ σαφές ή ξεκάθαρο.
Καθορίζω την έννοια ή το νόημα.
3
Παραδείγματα
Ο νόμος ορίζει τα δικαιώματα των πολιτών.
Η συνθήκη ορίζει τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών.
Οι κανόνες ορίζουν πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε.
3