Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρέμβαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παρέμβω
-
παράβαση
-
παρέλαση
-
παράταση
-
επέμβαση
)
Συνώνυμα
παρεμβολή
ανάμειξη
παρέκβαση
3
Αντώνυμα
αποχή
απομάκρυνση
αδιαφορία
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία της παρέμβασης σε μια κατάσταση ή διαδικασία, συχνά με σκοπό την αλλαγή της.
Η ανάμειξη ενός τρίτου σε μια υπάρχουσα κατάσταση ή διαμάχη.
Μια ενέργεια που αναστέλλει ή τροποποιεί μια φυσική διαδικασία.
3
Παραδείγματα
Η παρέμβαση της κυβέρνησης στα εργασιακά θέματα έφερε απρόσμενα αποτελέσματα.
Οι γιατροί συνιστούν άμεση χειρουργική παρέμβαση.
Η διπλωματική παρέμβαση απέτρεψε την κλιμάκωση της σύρραξης.
3