1. Λέξη
    παρέμβαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παρέμβω - παράβαση - παρέλαση - παράταση - επέμβαση)
  2. Συνώνυμα
    • παρεμβολή
    • ανάμειξη
    • παρέκβαση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχή
    • απομάκρυνση
    • αδιαφορία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία της παρέμβασης σε μια κατάσταση ή διαδικασία, συχνά με σκοπό την αλλαγή της.
    • Η ανάμειξη ενός τρίτου σε μια υπάρχουσα κατάσταση ή διαμάχη.
    • Μια ενέργεια που αναστέλλει ή τροποποιεί μια φυσική διαδικασία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η παρέμβαση της κυβέρνησης στα εργασιακά θέματα έφερε απρόσμενα αποτελέσματα.
    • Οι γιατροί συνιστούν άμεση χειρουργική παρέμβαση.
    • Η διπλωματική παρέμβαση απέτρεψε την κλιμάκωση της σύρραξης.
    3