1. Λέξη
    επισκευάσει (ρήμα) - (παρόμοια: επισκευάσω - επισκευάζω - επισκευή - επισκεφθώ)
  2. Συνώνυμα
    • διορθώνω
    • αποκαθιστώ
    • επιδιορθώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • βλάπτω
    3
  4. Ορισμός
    • να φτιάξω κάτι που έχει χαλάσει ή βλαφτεί
    • να επαναφέρω κάτι στην αρχική του κατάσταση
    • να κάνω τις απαραίτητες επισκευές σε κάτι
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να επισκευάσει το αυτοκίνητο πριν το ταξίδι.
    • Ο ηλεκτρολόγος θα επισκευάσει το ψυγείο αύριο.
    • Μπορείς να επισκευάσεις το ρολόι που έσπασε;
    3