Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επισκευάσει (ρήμα) - (παρόμοια:
επισκευάσω
-
επισκευάζω
-
επισκευή
-
επισκεφθώ
)
Συνώνυμα
διορθώνω
αποκαθιστώ
επιδιορθώνω
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
βλάπτω
3
Ορισμός
να φτιάξω κάτι που έχει χαλάσει ή βλαφτεί
να επαναφέρω κάτι στην αρχική του κατάσταση
να κάνω τις απαραίτητες επισκευές σε κάτι
3
Παραδείγματα
Πρέπει να επισκευάσει το αυτοκίνητο πριν το ταξίδι.
Ο ηλεκτρολόγος θα επισκευάσει το ψυγείο αύριο.
Μπορείς να επισκευάσεις το ρολόι που έσπασε;
3