1. Συνώνυμα
    • διορθώνω
    • ανακαινίζω
    • επανδρώνω
    • φτιάχνω
    4
  2. Αντώνυμα
    • χαλώ
    • καταστρέφω
    • βλάπτω
    3
  3. Ορισμός
    • Επαναφέρω κάτι που έχει χαλάσει ή βλαφτεί στην αρχική του κατάσταση.
    • Κάνω τις απαραίτητες εργασίες για να λειτουργήσει σωστά ένα μηχάνημα ή μια συσκευή.
    • Επιδιορθώνω ζημιές σε κτίρια ή κατασκευές.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Πρέπει να επισκευάσω το αυτοκίνητο μου γιατί έχει πρόβλημα στον κινητήρα.
    • Ο ηλεκτρολόγος επισκεύασε το ψυγείο και τώρα δουλεύει κανονικά.
    • Η πολυκατοικία μας χρειάζεται επισκευή γιατί έχει ζημιές από τον σεισμό.
    3