Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επισκευάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
επισκευάσω
-
επισκευή
-
επισκευάσει
-
επισκεφθώ
-
παρασκευάζω
-
επισκεφτούν
-
κατασκευάζω
)
Συνώνυμα
διορθώνω
ανακαινίζω
επανδρώνω
φτιάχνω
4
Αντώνυμα
χαλώ
καταστρέφω
βλάπτω
3
Ορισμός
Επαναφέρω κάτι που έχει χαλάσει ή βλαφτεί στην αρχική του κατάσταση.
Κάνω τις απαραίτητες εργασίες για να λειτουργήσει σωστά ένα μηχάνημα ή μια συσκευή.
Επιδιορθώνω ζημιές σε κτίρια ή κατασκευές.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να επισκευάσω το αυτοκίνητο μου γιατί έχει πρόβλημα στον κινητήρα.
Ο ηλεκτρολόγος επισκεύασε το ψυγείο και τώρα δουλεύει κανονικά.
Η πολυκατοικία μας χρειάζεται επισκευή γιατί έχει ζημιές από τον σεισμό.
3