Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επισκευάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
επισκευάσει
-
επισκευάζω
-
επισκευή
-
επισκεφθώ
-
επισκεφτούν
-
κατασκευάσω
)
Συνώνυμα
διορθώσω
αποκαταστήσω
επιδιορθώσω
3
Αντώνυμα
χαλάσω
καταστρέψω
2
Ορισμός
Να φτιάξω κάτι που έχει χαλάσει ή βρίσκεται σε κακή κατάσταση.
Να επαναφέρω κάτι στην αρχική του λειτουργία ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να επισκευάσω το ραδιόφωνο που έσπασε.
Ο ηλεκτρολόγος θα επισκευάσει τη βλάβη στο κύκλωμα.
2