1. Λέξη
    επισκεφτούν (ρήμα) - (παρόμοια: επισκεφθώ - επισκευή - επισκευάζω - επισκευάσω)
  2. Συνώνυμα
    • επισκέπτομαι
    • πηγαίνω
    • έρχομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • φεύγω
    • αποχωρώ
    • απομακρύνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • πηγαίνω σε ένα μέρος για μια σύντομη περίοδο
    • έρχομαι σε επαφή με κάποιον για συζήτηση ή επίσκεψη
    • πραγματοποιώ επίσκεψη σε κάποιον ή κάπου
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα επισκεφτούμε τους παππούδες μας το Σαββατοκύριακο.
    • Οι φίλοι μας θα μας επισκεφτούν το απόγευμα.
    • Οι τουρίστες επισκέπτονται συχνά αυτό το αρχαίο μνημείο.
    3