Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επισκεφτούν (ρήμα) - (παρόμοια:
επισκεφθώ
-
επισκευή
-
επισκευάζω
-
επισκευάσω
)
Συνώνυμα
επισκέπτομαι
πηγαίνω
έρχομαι
3
Αντώνυμα
φεύγω
αποχωρώ
απομακρύνομαι
3
Ορισμός
πηγαίνω σε ένα μέρος για μια σύντομη περίοδο
έρχομαι σε επαφή με κάποιον για συζήτηση ή επίσκεψη
πραγματοποιώ επίσκεψη σε κάποιον ή κάπου
3
Παραδείγματα
Θα επισκεφτούμε τους παππούδες μας το Σαββατοκύριακο.
Οι φίλοι μας θα μας επισκεφτούν το απόγευμα.
Οι τουρίστες επισκέπτονται συχνά αυτό το αρχαίο μνημείο.
3