Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρατηρητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παρατηρητήριο
-
παρατηρητικός
-
παρατηρώ
-
παρατώ
-
επιτηρητής
-
συντηρητής
)
Συνώνυμα
παρακολουθητής
επιτηρητής
επόπτης
3
Αντώνυμα
αγνοητής
αμέτοχος
2
Ορισμός
Πρόσωπο που παρατηρεί κάτι με προσοχή.
Αντιπρόσωπος που παρακολουθεί μια συνεδρίαση ή μια διαδικασία χωρίς να έχει δικαίωμα ψήφου.
2
Παραδείγματα
Ο παρατηρητής παρακολούθησε την εκδήλωση από μακριά.
Η χώρα μας έστειλε έναν παρατηρητή στη συνάντηση του ΟΗΕ.
2