1. Λέξη
    παρατηρητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παρατηρητήριο - παρατηρητικός - παρατηρώ - παρατώ - επιτηρητής - συντηρητής)
  2. Συνώνυμα
    • παρακολουθητής
    • επιτηρητής
    • επόπτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοητής
    • αμέτοχος
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που παρατηρεί κάτι με προσοχή.
    • Αντιπρόσωπος που παρακολουθεί μια συνεδρίαση ή μια διαδικασία χωρίς να έχει δικαίωμα ψήφου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παρατηρητής παρακολούθησε την εκδήλωση από μακριά.
    • Η χώρα μας έστειλε έναν παρατηρητή στη συνάντηση του ΟΗΕ.
    2