1. Συνώνυμα
    • ζαλίζω
    • ζαλώνω
    • ζαλιάζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • σταθεροποιούμαι
    • ηρεμώ
    2
  3. Ορισμός
    • Νιώθω ζάλη ή ίλιγγο.
    • Χάνω την ισορροπία μου λόγω ζάλης.
    • Μπερδεύομαι ή αισθάνομαι μπερδεμένος.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ζαλίστηκα όταν σηκώθηκα απότομα από την καρέκλα.
    • Ο θόρυβος και οι φωτιές με ζάλισαν.
    • Ζαλίζομαι όταν διαβάζω στο αυτοκίνητο.
    3