Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ζαλίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ζορίζομαι
-
ζαλίζω
-
αποκεφαλίζομαι
-
παίζομαι
-
σκίζομαι
-
χτίζομαι
-
ορίζομαι
)
Συνώνυμα
ζαλίζω
ζαλώνω
ζαλιάζω
3
Αντώνυμα
σταθεροποιούμαι
ηρεμώ
2
Ορισμός
Νιώθω ζάλη ή ίλιγγο.
Χάνω την ισορροπία μου λόγω ζάλης.
Μπερδεύομαι ή αισθάνομαι μπερδεμένος.
3
Παραδείγματα
Ζαλίστηκα όταν σηκώθηκα απότομα από την καρέκλα.
Ο θόρυβος και οι φωτιές με ζάλισαν.
Ζαλίζομαι όταν διαβάζω στο αυτοκίνητο.
3