Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ζορίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ορίζομαι
-
διορίζομαι
-
καθορίζομαι
-
προορίζομαι
-
περιορίζομαι
-
ζαλίζομαι
-
χωρίζομαι
-
ξυρίζομαι
-
μυρίζομαι
-
ζορίζω
-
γνωρίζομαι
-
χειρίζομαι
-
στηρίζομαι
-
ισχυρίζομαι
-
χτίζομαι
-
παίζομαι
-
σκίζομαι
-
συμμερίζομαι
-
εκνευρίζομαι
)
Συνώνυμα
αγχώνομαι
στενοχωριέμαι
βασανίζομαι
3
Αντώνυμα
χαλαρώνω
ηρεμώ
ανακουφίζομαι
3
Ορισμός
Νιώθω έντονο άγχος ή στενοχώρια.
Βρίσκομαι σε δύσκολη θέση ή κατάσταση που με κάνει να αισθάνομαι ανασφαλής ή αμήχανος.
2
Παραδείγματα
Ζορίζομαι όταν έχω να μιλήσω μπροστά σε πολύ κόσμο.
Τον τελευταίο καιρό ζορίζομαι οικονομικά.
2