1. Λέξη
    ηθελημένος (επίθετο) - (παρόμοια: ηττημένος - ξοφλημένος - κολλημένος - ψημένος - ενοχλημένος)
  2. Συνώνυμα
    • επιθυμητός
    • προσδοκώμενος
    • επιζητούμενος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθέλητος
    • απρόθεσμος
    • ακούσιος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει γίνει με πρόθεση ή επιθυμία
    • που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ή τις επιθυμίες κάποιου
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ηθελημένη απουσία του από τη συνάντηση δημιούργησε ερωτηματικά.
    • Το ηθελημένο αποτέλεσμα επιτεύχθηκε μετά από πολλές προσπάθειες.
    2