1. Λέξη
    ξοφλημένος (επίθετο) - (παρόμοια: ηθελημένος - κολλημένος - ψημένος - ενοχλημένος)
  2. Συνώνυμα
    • πληρωμένος
    • εξοφλημένος
    • καταβλημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αξόφλητος
    • απλήρωτος
    • εκκρεμής
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει πληρωθεί πλήρως ή εξοφληθεί
    • που έχει ρευστοποιηθεί οικονομικά
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο λογαριασμός ήταν ξοφλημένος εγκαίρως.
    • Τα χρέη της εταιρείας είναι πλέον όλα ξοφλημένα.
    2