1. Λέξη
    ηλεκτρολόγος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ηλεκτρολύτης - ηλεκτροσόκ - ηλεκτρονική - ηλεκτρονικός - ηλεκτρικό)
  2. Συνώνυμα
    • τεχνικός ηλεκτρολόγος
    • ηλεκτροτεχνικός
    • εγκαταστάτης ηλεκτρικών
    3
  3. Αντώνυμα
    • μη ηλεκτρολόγος
    • απλός εργάτης
    2
  4. Ορισμός
    • Επαγγελματίας που ειδικεύεται στην εγκατάσταση, συντήρηση και επισκευή ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και συσκευών.
    • Άτομο με τεχνικές γνώσεις και πιστοποίηση για εργασίες που αφορούν το ηλεκτρικό ρεύμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ηλεκτρολόγος ήρθε να φτιάξει το φως στο σαλόνι.
    • Χρειάζομαι έναν ηλεκτρολόγο για να ελέγξει την ηλεκτρική εγκατάσταση του σπιτιού μου.
    2