Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηλεκτρολόγος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ηλεκτρολύτης
-
ηλεκτροσόκ
-
ηλεκτρονική
-
ηλεκτρονικός
-
ηλεκτρικό
)
Συνώνυμα
τεχνικός ηλεκτρολόγος
ηλεκτροτεχνικός
εγκαταστάτης ηλεκτρικών
3
Αντώνυμα
μη ηλεκτρολόγος
απλός εργάτης
2
Ορισμός
Επαγγελματίας που ειδικεύεται στην εγκατάσταση, συντήρηση και επισκευή ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και συσκευών.
Άτομο με τεχνικές γνώσεις και πιστοποίηση για εργασίες που αφορούν το ηλεκτρικό ρεύμα.
2
Παραδείγματα
Ο ηλεκτρολόγος ήρθε να φτιάξει το φως στο σαλόνι.
Χρειάζομαι έναν ηλεκτρολόγο για να ελέγξει την ηλεκτρική εγκατάσταση του σπιτιού μου.
2