Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηλεκτρικό (επίθετο) - (παρόμοια:
ηλεκτρικός
-
ηλεκτρισμός
-
ηλεκτρονικός
-
ηλεκτρόδιο
-
ηλεκτρόνιο
-
ηλεκτροσόκ
-
ηλεκτρονική
-
ηλεκτρολύτης
-
ηλεκτρολόγος
)
Συνώνυμα
ηλεκτρισμένο
ηλεκτροκίνητο
2
Αντώνυμα
μη ηλεκτρικό
μηχανικό
2
Ορισμός
Σχετικός με τον ηλεκτρισμό ή την ηλεκτρική ενέργεια.
Που λειτουργεί με ηλεκτρισμό.
2
Παραδείγματα
Το ηλεκτρικό αυτοκίνητο είναι πιο οικολογικό από ένα βενζινοκίνητο.
Ο ηλεκτρικός θερμοσίφωνας θερμαίνει το νερό χρησιμοποιώντας ηλεκτρισμό.
2