Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηλεκτρολύτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ηλεκτρολόγος
-
ηλεκτροσόκ
-
ηλεκτρονική
-
ηλεκτρονικός
-
ηλεκτρικό
)
Συνώνυμα
ηλεκτρολυτικό διάλυμα
1
Αντώνυμα
μη αγώγιμο διάλυμα
1
Ορισμός
Ουσία που, όταν διαλυθεί σε νερό ή άλλο διαλύτη, αποκτά την ικανότητα να μεταφέρει ηλεκτρικό ρεύμα λόγω της διάστασης σε ιόντα.
Ουσία που υφίσταται ηλεκτρόλυση, δηλαδή αποσυντίθεται με τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος.
2
Παραδείγματα
Το κοινό αλάτι (NaCl) είναι ένας ισχυρός ηλεκτρολύτης όταν διαλυθεί στο νερό.
Τα ηλεκτρολυτικά διαλύματα χρησιμοποιούνται συχνά σε μπαταρίες.
2