1. Λέξη
    ηλεκτρολύτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ηλεκτρολόγος - ηλεκτροσόκ - ηλεκτρονική - ηλεκτρονικός - ηλεκτρικό)
  2. Συνώνυμα
    • ηλεκτρολυτικό διάλυμα
    1
  3. Αντώνυμα
    • μη αγώγιμο διάλυμα
    1
  4. Ορισμός
    • Ουσία που, όταν διαλυθεί σε νερό ή άλλο διαλύτη, αποκτά την ικανότητα να μεταφέρει ηλεκτρικό ρεύμα λόγω της διάστασης σε ιόντα.
    • Ουσία που υφίσταται ηλεκτρόλυση, δηλαδή αποσυντίθεται με τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κοινό αλάτι (NaCl) είναι ένας ισχυρός ηλεκτρολύτης όταν διαλυθεί στο νερό.
    • Τα ηλεκτρολυτικά διαλύματα χρησιμοποιούνται συχνά σε μπαταρίες.
    2