Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηλεκτρόδιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ηλεκτρόνιο
-
ηλεκτρικό
-
ηλεκτροσόκ
-
ηλεκτρικός
-
ηλεκτρονική
-
ηλεκτρισμός
)
Συνώνυμα
ακροδέκτης
ηλεκτροδικός πόλος
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μέρος μιας ηλεκτρικής συσκευής που χρησιμεύει για τη σύνδεση με εξωτερικά κυκλώματα.
Στοιχείο που χρησιμοποιείται σε ηλεκτροχημικές διεργασίες για την αγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.
2
Παραδείγματα
Το ηλεκτρόδιο της μπαταρίας ήταν σκουριασμένο.
Στην ηλεκτρόλυση, τα ηλεκτρόδια συνδέονται με την πηγή ρεύματος.
2