1. Λέξη
    ηλεκτρόδιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ηλεκτρόνιο - ηλεκτρικό - ηλεκτροσόκ - ηλεκτρικός - ηλεκτρονική - ηλεκτρισμός)
  2. Συνώνυμα
    • ακροδέκτης
    • ηλεκτροδικός πόλος
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μέρος μιας ηλεκτρικής συσκευής που χρησιμεύει για τη σύνδεση με εξωτερικά κυκλώματα.
    • Στοιχείο που χρησιμοποιείται σε ηλεκτροχημικές διεργασίες για την αγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ηλεκτρόδιο της μπαταρίας ήταν σκουριασμένο.
    • Στην ηλεκτρόλυση, τα ηλεκτρόδια συνδέονται με την πηγή ρεύματος.
    2