1. Λέξη
    καθαρτικό (επίθετο) - (παρόμοια: καθαριστικό - καθιστικό - καθαρά - καθαρτήριο - καθαρός - καθαρίσω - καθαρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • αποκαθαρτικό
    • καθαρτικό φάρμακο
    • καθαρτικό μέσο
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθεροποιητικό
    • αποφρακτικό
    2
  4. Ορισμός
    • Που βοηθά στην απομάκρυνση των περιττωμάτων από το έντερο.
    • Που προκαλεί αφόδευση.
    • Που διεγείρει την κίνηση του εντέρου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το φάρμακο αυτό έχει καθαρτική δράση.
    • Ο γιατρός του συνέστησε ένα ήπιο καθαρτικό.
    • Τα δημητριακά με φυτικές ίνες έχουν καθαρτική επίδραση.
    3