Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθαρτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
καθαριστικό
-
καθιστικό
-
καθαρά
-
καθαρτήριο
-
καθαρός
-
καθαρίσω
-
καθαρίζω
)
Συνώνυμα
αποκαθαρτικό
καθαρτικό φάρμακο
καθαρτικό μέσο
3
Αντώνυμα
σταθεροποιητικό
αποφρακτικό
2
Ορισμός
Που βοηθά στην απομάκρυνση των περιττωμάτων από το έντερο.
Που προκαλεί αφόδευση.
Που διεγείρει την κίνηση του εντέρου.
3
Παραδείγματα
Το φάρμακο αυτό έχει καθαρτική δράση.
Ο γιατρός του συνέστησε ένα ήπιο καθαρτικό.
Τα δημητριακά με φυτικές ίνες έχουν καθαρτική επίδραση.
3