Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκαλέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποκαλώ
-
προκαλέσω
-
ανακαλέσω
-
καλέσω
-
αποκαλύπτω
-
αποκαλούνται
-
αποκαταστήσω
)
Συνώνυμα
ονομάζω
προσφωνώ
χαρακτηρίζω
3
Αντώνυμα
αποκαλώ
αποσιωπώ
2
Ορισμός
Να δώσω ένα όνομα ή τίτλο σε κάποιον ή κάτι.
Να αναφέρω κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
2
Παραδείγματα
Θα τον αποκαλέσω φίλο μου, γιατί πραγματικά είναι.
Τους αποκάλεσαν ήρωες για τις πράξεις τους.
2