Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλοντυμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ντυμένος
-
καλυμμένος
-
καλεσμένος
-
καμένος
-
καημένος
-
καλωδιωμένος
)
Συνώνυμα
κομψός
ενδυματολογικά άρτιος
καλλωπισμένος
3
Αντώνυμα
ατημέλητος
ακατάστατος
απαρχαϊσμένος
3
Ορισμός
που φοράει ρούχα που είναι κομψά και ευπαρουσίαστα
που έχει επιλεγεί με γούστο και προσοχή η ενδυμασία του
2
Παραδείγματα
Ο καλοντυμένος κύριος έδωσε μια εντυπωσιακή εμφάνιση στο γάμο.
Η καλοντυμένη γυναίκα τράβηξε τα βλέμματα όλων στο πάρτι.
2