1. Λέξη
    καλοντυμένος (επίθετο) - (παρόμοια: ντυμένος - καλυμμένος - καλεσμένος - καμένος - καημένος - καλωδιωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • κομψός
    • ενδυματολογικά άρτιος
    • καλλωπισμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ατημέλητος
    • ακατάστατος
    • απαρχαϊσμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που φοράει ρούχα που είναι κομψά και ευπαρουσίαστα
    • που έχει επιλεγεί με γούστο και προσοχή η ενδυμασία του
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καλοντυμένος κύριος έδωσε μια εντυπωσιακή εμφάνιση στο γάμο.
    • Η καλοντυμένη γυναίκα τράβηξε τα βλέμματα όλων στο πάρτι.
    2