1. Συνώνυμα
    • σκεπασμένος
    • κρυμμένος
    • καλυφθείς
    3
  2. Αντώνυμα
    • ακάλυπτος
    • αποκαλυμμένος
    • εμφανής
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει καλυφθεί ή κρυφτεί με κάποιο υλικό ή τρόπο.
    • Που δεν είναι εμφανής ή γνωστός.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Το τραπέζι ήταν καλυμμένο με ένα λευκό τραπεζομάντιλο.
    • Οι πληροφορίες παρέμειναν καλυμμένες για χρόνια.
    2