Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καλυμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
κρυμμένος
-
καλεσμένος
-
καμένος
-
καημένος
-
καλωδιωμένος
-
καλοντυμένος
-
κλεμμένος
-
κατειλημμένος
-
καρφωμένος
-
διαλυμένος
-
κατεστραμμένος
-
καταραμένος
)
Συνώνυμα
σκεπασμένος
κρυμμένος
καλυφθείς
3
Αντώνυμα
ακάλυπτος
αποκαλυμμένος
εμφανής
3
Ορισμός
Που έχει καλυφθεί ή κρυφτεί με κάποιο υλικό ή τρόπο.
Που δεν είναι εμφανής ή γνωστός.
2
Παραδείγματα
Το τραπέζι ήταν καλυμμένο με ένα λευκό τραπεζομάντιλο.
Οι πληροφορίες παρέμειναν καλυμμένες για χρόνια.
2