1. Συνώνυμα
    • βλαμμένος
    • κακοτυχής
    • δυστυχισμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ευλογημένος
    • τυχερός
    • ευτυχισμένος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει καταραστεί ή έχει υποστεί κατάρα.
    • Που φέρνει κακοτυχία ή δυστυχία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο καταραμένος θησαυρός έφερνε μόνο δυστυχία σε όσους τον έβρισκαν.
    • Ένα καταραμένο σπίτι, που κανείς δεν μπορούσε να ζήσει μέσα χωρίς φόβο.
    2