Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταραμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
καμένος
-
καταγεγραμμένος
-
καταπιεσμένος
-
καταχωρημένος
-
κατεστραμμένος
-
καταδικασμένος
-
καημένος
-
κατεψυγμένος
-
κατοικημένος
-
κατειλημμένος
-
διαταραγμένος
-
καμένο
-
καλυμμένος
-
ταραγμένος
-
καρφωμένος
-
πικραμένος
-
καλεσμένος
)
Συνώνυμα
βλαμμένος
κακοτυχής
δυστυχισμένος
3
Αντώνυμα
ευλογημένος
τυχερός
ευτυχισμένος
3
Ορισμός
Που έχει καταραστεί ή έχει υποστεί κατάρα.
Που φέρνει κακοτυχία ή δυστυχία.
2
Παραδείγματα
Ο καταραμένος θησαυρός έφερνε μόνο δυστυχία σε όσους τον έβρισκαν.
Ένα καταραμένο σπίτι, που κανείς δεν μπορούσε να ζήσει μέσα χωρίς φόβο.
2