1. Λέξη
    κανονίζω (ρήμα) - (παρόμοια: κανονίσω - καπνίζω - κανονικά - κανονικός)
  2. Συνώνυμα
    • οργανώνω
    • διατάσσω
    • ρυθμίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποδιοργανώνω
    • χαλαρώνω
    • απορυθμίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Οργανώνω ή διατάσσω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
    • Ρυθμίζω μια κατάσταση ή ένα θέμα ώστε να λειτουργεί σωστά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να κανονίσουμε την εκδρομή για το Σαββατοκύριακο.
    • Ο υπεύθυνος κανόνισε όλες τις λεπτομέρειες για τη συνάντηση.
    2