Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κανονίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
κανονίσω
-
καπνίζω
-
κανονικά
-
κανονικός
)
Συνώνυμα
οργανώνω
διατάσσω
ρυθμίζω
3
Αντώνυμα
αποδιοργανώνω
χαλαρώνω
απορυθμίζω
3
Ορισμός
Οργανώνω ή διατάσσω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
Ρυθμίζω μια κατάσταση ή ένα θέμα ώστε να λειτουργεί σωστά.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να κανονίσουμε την εκδρομή για το Σαββατοκύριακο.
Ο υπεύθυνος κανόνισε όλες τις λεπτομέρειες για τη συνάντηση.
2