1. Λέξη
    κανονικά (επίρρημα) - (παρόμοια: κανονικός - κανονισμός - κανονίσω - κανονίζω - κανονισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • συστηματικά
    • τακτικά
    • ομαλά
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακανόνιστα
    • ασυστημάτιστα
    • ατάκτως
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που ακολουθεί κανόνες ή συγκεκριμένη τάξη.
    • Σε τακτά χρονικά διαστήματα ή με σταθερό ρυθμό.
    • Χωρίς αποκλίσεις ή απροσδόκητες αλλαγές.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι συναντήσεις γίνονται κανονικά κάθε Δευτέρα.
    • Η μηχανή λειτουργεί κανονικά χωρίς προβλήματα.
    • Όλα πήγαν κανονικά κατά το σχέδιο.
    3