Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κανονικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
κανονικός
-
κανονισμός
-
κανονίσω
-
κανονίζω
-
κανονισμένος
)
Συνώνυμα
συστηματικά
τακτικά
ομαλά
3
Αντώνυμα
ακανόνιστα
ασυστημάτιστα
ατάκτως
3
Ορισμός
Με τρόπο που ακολουθεί κανόνες ή συγκεκριμένη τάξη.
Σε τακτά χρονικά διαστήματα ή με σταθερό ρυθμό.
Χωρίς αποκλίσεις ή απροσδόκητες αλλαγές.
3
Παραδείγματα
Οι συναντήσεις γίνονται κανονικά κάθε Δευτέρα.
Η μηχανή λειτουργεί κανονικά χωρίς προβλήματα.
Όλα πήγαν κανονικά κατά το σχέδιο.
3