Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατάλληλα (επίρρημα) - (παρόμοια:
κατάλληλος
-
ακατάλληλος
-
κατάληξη
-
κατάλυμα
-
κατάληψη
)
Συνώνυμα
αρμόζοντα
προσφόρως
κατάληλα
3
Αντώνυμα
ακατάλληλα
ανάρμοστα
απρεπώς
3
Ορισμός
Με τρόπο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις ή τις συνθήκες μιας συγκεκριμένης κατάστασης.
Με τρόπο που είναι σωστό ή δίκαιο για μια συγκεκριμένη περίσταση.
2
Παραδείγματα
Οι μαθητές συμπεριφέρθηκαν κατάλληλα κατά τη διάρκεια της εκδρομής.
Πρέπει να ντύνεσαι κατάλληλα για την επίσημη τελετή.
2