1. Συνώνυμα
    • καταδικασμένος
    • καταδικαζόμενος
    • καταδικαστέος
    3
  2. Αντώνυμα
    • αθωωμένος
    • απαλλαγμένος
    • ελεύθερος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει υποστεί καταδίκη ή έχει κριθεί ένοχος.
    • Που έχει καταδικαστεί για κάτι.
    • Που θεωρείται ότι θα υποστεί αρνητική κατάληξη.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο καταδικασμένος άνδρας μεταφέρθηκε στη φυλακή.
    • Η καταδικασμένη πράξη οδήγησε σε σοβαρές συνέπειες.
    • Ένιωθε σαν ένας καταδικασμένος άνθρωπος χωρίς ελπίδα.
    3