Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατακτήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταστήσω
-
κατακτώ
-
καταπακτή
-
κατανοήσω
-
κατακτητής
-
καταδώσω
-
κατακλύω
)
Συνώνυμα
κατακτώ
υποτάσσω
καταλαμβάνω
3
Αντώνυμα
ελευθερώνω
απελευθερώνω
χάνω
3
Ορισμός
Να αποκτήσω τον έλεγχο ενός τόπου ή μιας περιοχής μέσω πολέμου ή άλλων μέσων.
Να επιτύχω κάτι με μεγάλη προσπάθεια ή δυσκολία.
2
Παραδείγματα
Ο στρατός κατάφερε να κατακτήσει την πόλη μετά από μακρά πολιορκία.
Με σκληρή δουλειά, κατάφερε να κατακτήσει την εμπιστοσύνη των συναδέλφων του.
2