1. Λέξη
    κατακτήσω (ρήμα) - (παρόμοια: καταστήσω - κατακτώ - καταπακτή - κατανοήσω - κατακτητής - καταδώσω - κατακλύω)
  2. Συνώνυμα
    • κατακτώ
    • υποτάσσω
    • καταλαμβάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελευθερώνω
    • απελευθερώνω
    • χάνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να αποκτήσω τον έλεγχο ενός τόπου ή μιας περιοχής μέσω πολέμου ή άλλων μέσων.
    • Να επιτύχω κάτι με μεγάλη προσπάθεια ή δυσκολία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατός κατάφερε να κατακτήσει την πόλη μετά από μακρά πολιορκία.
    • Με σκληρή δουλειά, κατάφερε να κατακτήσει την εμπιστοσύνη των συναδέλφων του.
    2