1. Λέξη
    καταστρέφονται (ρήμα) - (παρόμοια: καταστρέφομαι - καταστρέφω - καταστρέψω - καταστρέψεις - καταστροφή - καταστραφώ)
  2. Συνώνυμα
    • χαλάνε
    • αφανίζονται
    • καταστρέφονται
    • χαλώνονται
    4
  3. Αντώνυμα
    • διατηρούνται
    • αναστηλώνονται
    • επισκευάζονται
    • σώζονται
    4
  4. Ορισμός
    • Να υποβάλλονται σε φθορά ή να καταστρέφονται πλήρως.
    • Να χάνουν την αρχική τους κατάσταση ή λειτουργία λόγω βλάβης ή φθοράς.
    • Να υφίστανται καταστροφή ή απώλεια.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Τα κτίρια καταστρέφονται από τον σεισμό.
    • Οι καλλιέργειες καταστρέφονται από την ξηρασία.
    • Οι σχέσεις τους καταστρέφονται λόγω δυσπιστίας.
    3