Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταστρέφονται (ρήμα) - (παρόμοια:
καταστρέφομαι
-
καταστρέφω
-
καταστρέψω
-
καταστρέψεις
-
καταστροφή
-
καταστραφώ
)
Συνώνυμα
χαλάνε
αφανίζονται
καταστρέφονται
χαλώνονται
4
Αντώνυμα
διατηρούνται
αναστηλώνονται
επισκευάζονται
σώζονται
4
Ορισμός
Να υποβάλλονται σε φθορά ή να καταστρέφονται πλήρως.
Να χάνουν την αρχική τους κατάσταση ή λειτουργία λόγω βλάβης ή φθοράς.
Να υφίστανται καταστροφή ή απώλεια.
3
Παραδείγματα
Τα κτίρια καταστρέφονται από τον σεισμό.
Οι καλλιέργειες καταστρέφονται από την ξηρασία.
Οι σχέσεις τους καταστρέφονται λόγω δυσπιστίας.
3