Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταστρέψεις (ρήμα) - (παρόμοια:
καταστρέψω
-
καταστρέφω
-
καταστρέφομαι
-
καταστραφώ
-
καταστροφή
-
καταστρέφονται
-
καταστεί
-
καταστροφέας
-
καταστολή
-
καταστήσω
)
Συνώνυμα
εξολοθρεύω
χαλώ
αφανίζω
3
Αντώνυμα
δημιουργώ
ανοικοδομώ
συντηρώ
3
Ορισμός
Να προκαλέσω την πλήρη φθορά ή την εξαφάνιση κάτι.
Να προκαλέσω μεγάλη ζημιά ή καταστροφή σε κάτι.
2
Παραδείγματα
Οι πυρκαγιές καταστρέψουν μεγάλα τμήματα του δάσους.
Η βίαιη καταιγίδα καταστρέψει τα σπίτια στην παραλία.
2