Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατοικημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
καημένος
-
καταχωρημένος
-
κατοικώ
-
καμένος
-
καταραμένος
-
κατοικία
-
κατεψυγμένος
)
Συνώνυμα
κατοικούμενος
κατοικητικός
κατοικισμένος
3
Αντώνυμα
ακατοίκητος
ερήμος
άδειος
3
Ορισμός
που έχει κατοικηθεί ή κατοικείται από ανθρώπους
που έχει πληθυσμό ή κατοίκους
2
Παραδείγματα
Το νησί είναι πλέον κατοικημένο μετά από χρόνια εγκατάλειψης.
Οι κατοικημένες περιοχές της πόλης διαθέτουν όλες τις απαραίτητες παροχές.
2