1. Λέξη
    κατοικημένος (επίθετο) - (παρόμοια: καημένος - καταχωρημένος - κατοικώ - καμένος - καταραμένος - κατοικία - κατεψυγμένος)
  2. Συνώνυμα
    • κατοικούμενος
    • κατοικητικός
    • κατοικισμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακατοίκητος
    • ερήμος
    • άδειος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει κατοικηθεί ή κατοικείται από ανθρώπους
    • που έχει πληθυσμό ή κατοίκους
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το νησί είναι πλέον κατοικημένο μετά από χρόνια εγκατάλειψης.
    • Οι κατοικημένες περιοχές της πόλης διαθέτουν όλες τις απαραίτητες παροχές.
    2