Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κανονισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διακανονισμός
-
κανονικός
-
κλονισμός
-
κανονισμένος
-
κανονικά
-
χρονισμός
-
καθορισμός
-
καθαρισμός
-
συντονισμός
-
καταυλισμός
)
Συνώνυμα
κατάσταση
διαδικασία
προδιαγραφή
3
Αντώνυμα
αταξία
αναρχία
ακανονικότητα
3
Ορισμός
Ένας κανόνας ή σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν μια διαδικασία ή δραστηριότητα.
Μια επίσημη διαδικασία ή σύστημα που χρησιμοποιείται για τη διαχείριση μιας κατάστασης.
2
Παραδείγματα
Ο κανονισμός της εταιρείας απαιτεί την υποβολή ετήσιας έκθεσης.
Οι νέοι κανονισμοί για την προστασία του περιβάλλοντος θα εφαρμοστούν από τον επόμενο μήνα.
2